- πολυτραυματίας
- ο, Νιατρ. τραυματίας που παρουσιάζει πολλές κακώσεις συνεπεία, ιδίως, οδικού ατυχήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytraumatise (< πολυ-* + τραυματίζω / τραυματίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.